- επασμενίζω
- ἐπασμενίζω (Μ)μού αρέσει κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασμενίζω «δέχομαι κάτι ευχάριστα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπασμενίζω — ἐπί ἀσμενίζω take pres subj act 1st sg ἐπί ἀσμενίζω take pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)